- μυσταγωγῷ
- μυσταγωγόςintroducingmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μυσταγωγώ — (ΑΜ μυσταγωγῶ έω) [μυσταγωγός] 1. εισάγω, μυώ κάποιον στα μυστήρια, κατηχώ 2. τελώ τη θεία μυσταγωγία, τη θεία λειτουργία, ιερουργώ αρχ. 1. τελώ ιεροτελεστίες 2. μτφ. οδηγώ, καθοδηγώ («ὁ γοῡν ἡμέτερος ξένος, ἀνήρ τῶν ἐντίμων, αὐτόθι μυσταγωγῶν,… … Dictionary of Greek
μυσταγωγῶ — μυσταγωγέω initiate pres subj act 1st sg (attic epic doric) μυσταγωγέω initiate pres ind act 1st sg (attic epic doric) μυσταγωγός introducing masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμυσταγωγώ — έω, Α μυσταγωγώ προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + μυσταγωγῶ «μυώ στα μυστήρια»] … Dictionary of Greek
αμυσταγώγητος — η, ο (Α ἀμυσταγώγητος, ον) [μυσταγωγῶ] αυτός που δεν έχει μυσταγωγηθεί, μυηθεί στα μυστήρια τής εκκλησίας, ο αμύητος … Dictionary of Greek
μισθαγώγημαν — και μισταγώγημαν, τὸ (Μ) 1. πληρωμή μισθού 2. θεϊκή ανταμοιβή στη μέλλουσα ζωή («νά παραλάβει ἕκαστος τὸ μισθαγώγημάν του», Ντελλαπ.) [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. από αμάρτυρο ρ. *μισθαγωγῶ (< μισθαγωγός), κατ επίδραση τού μυσταγωγῶ (πρβλ. τ. μισταγώγημαν)] … Dictionary of Greek
μυσταγώγημα — μυσταγώγημα, τὸ (Μ) [μυσταγωγώ] 1. μύηση και κατήχηση στα μυστήρια 2. διδασκαλία, παίδευση … Dictionary of Greek
μυσταγώγησις — μυσταγώγησις, ἡ (Α) [μυσταγωγώ] αποκάλυψη νέας διδασκαλίας … Dictionary of Greek
τελετουργώ — αμτβ., κάνω τελετή, ιερουργώ, μυσταγωγώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)